Γλωσσάρι Ασφαλιστικών Όρων


Αξία καινούργιου

Είναι το ποσό που απαιτείται για την ανακατασκευή του κτιρίου ή την αντικατάσταση των αντικειμένων του περιεχομένου του, με στοιχεία ή αντικείμενα καινούργια, παρόμοιου τύπου, προδιαγραφών και απόδοσης.

Απαλλαγή

Είναι το χρηματικό ποσό που ορίζεται στο ασφαλιστήριο και με το οποίο συμμετέχει ο ασφαλισμένος σε κάθε ζημιά.

Αποζημίωση (ασφάλισμα)

Είναι το ποσό που κατά περίπτωση οφείλει να καταβάλλει η Εταιρία προκειμένου να αποκατασταθεί το σύνολο ή μέρος της ζημιάς που προήλθε από ζημιογόνο γεγονός που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο.

Ασφαλιζόμενο αντικείμενο: Το αντικείμενο που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση και του οποίου τα στοιχεία περιγράφονται λεπτομερώς στο ασφαλιστήριο.

Ασφαλισμένο όχημα

Είναι το όχημα που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση και του οποίου τα στοιχεία περιγράφονται λεπτομερώς στο ασφαλιστήριο και που κινείται στο έδαφος και όχι σε τροχιές, με τη βοήθεια μηχανικής δύναμης ή ηλεκτρικής ενέργειας ανεξάρτητα αριθμού τροχών καθώς και κάθε ρυμουλκούμενο τροχοφόρο προσδεμένο με το κυρίως όχημα ή μη, καθώς και ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα.

Ασφαλιζόμενο ποσό

Είναι το ανώτατο ποσό αποζημίωσης που έχει συμφωνηθεί για την παροχή της ασφαλιστικής κάλυψης.

Ασφαλιστικό συμφέρον

Είναι η έννομη οικονομική σχέση που συνδέει τον λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο με το ασφαλιζόμενο αντικείμενο ή τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο.

Ασφαλιζόμενος / Ασφαλισμένος

Είναι το φυσικό ή νομικό  πρόσωπο, το οποίο απειλείται από ασφαλιζόμενο κίνδυνο και αντλεί δικαιώματα από την ασφαλιστική σύμβαση. Ο ασφαλιζόμενος έχει τις ίδιες υποχρεώσεις με τον λήπτη της ασφάλισης.

Ασφαλιστήριο

Το τμήμα της ασφαλιστικής σύμβασης στο οποίο περιέχονται τα εξατομικευμένα στοιχεία της.

Ασφαλιστική Σύμβαση

Σύμβαση με την οποία η ασφαλιστική εταιρία αναλαμβάνει, έναντι ασφαλίστρου, την υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση ή να παράσχει παροχή σε περίπτωση που συμβεί ασφαλιζόμενο περιστατικό. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει την πρόταση ασφάλισης, το ασφαλιστήριο, τους γενικούς και ειδικούς όρους και τις πρόσθετες πράξεις, που εκδίδονται με βάση τις τροποποιήσεις αυτής που συμφωνούν τα δύο μέρη.

Ασφάλιστρο

Είναι το ποσό που πληρώνει ο λήπτης της ασφάλισης ή/και ασφαλιζόμενος στην Εταιρία για την παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη.

Ατύχημα

Περιστατικό/συμβάν που οφείλεται σε αιτία αιφνίδια, εξωτερική, ορατή, βίαιη, τυχαία και απόλυτα ανεξάρτητη από τη θέληση και συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλισμένου ή/και τυχόν δικαιούχων αποζημίωσης ή παροχής από την ασφαλιστική σύμβαση, επιφέρει ζημιές ή βλάβες σε ασφαλισμένα αντικείμενα ή ασφαλισμένα πρόσωπα ή σε τρίτους και καλύπτεται από αυτή την ασφαλιστική σύμβαση.

Αντασφάλιση
Αντασφάλιση είναι η ασφάλιση από τρίτο της ασφαλιστικής κάλυψης που προσέφερε ο ασφαλιστής ή πιο απλά η ασφάλιση μέρους του κινδύνου που ανέλαβε ένας ασφαλιστής από έναν άλλο εξειδικευμένο ασφαλιστή που ονομάζεται αντασφαλιστής.  Με απλά λόγια, η αντασφάλιση είναι η ασφάλιση της ασφάλισης.

Αντικείμενο της Ασφάλισης
Αντικείμενο της Ασφάλισης μπορεί να είναι οποιαδήποτε περιουσία ουσιαστικής αξίας ή οποιοδήποτε γεγονός που, όταν συμβεί, θα προκαλέσει την απώλεια ενός νομικού δικαιώματος ή τη δημιουργία νομικής ευθύνης.

Απαλλαγή
Απαλλαγή, είναι το συμφωνηθέν αφαιρετέο ποσό, από την αποζημίωση που καταβάλει ο ασφαλιστής και επιβαρύνει τον ασφαλιζόμενο. Μερικές φορές συμφωνείται, με όρο  του ασφαλιστηρίου, ο  ασφαλιστής να απαλλάσσεται από το να καταβάλει ένα μέρος των ζημιών, κάθε φορά που καλείται να αποζημιώσει, επιβαρύνοντας με το ποσό αυτό τον δικαιούχο. Έτσι, ζητείται από τον λήπτη της ασφάλισης, να αναλάβει ένα μέρος ευθύνης του κινδύνου για λογαριασμό του.

Αποζημίωση 
Αποζημίωση είναι μια ασφαλιστική αρχή που επιδιώκει να τοποθετήσει τον ασφαλισμένο μετά από μια ζημιά στην ίδια θέση, όσο είναι δυνατόν, που κατείχε πριν τη ζημιά. Δεν εφαρμόζεται στις Ασφαλίσεις Ζωής και κατά γενικό κανόνα στις Ασφαλίσεις Προσωπικών Ατυχημάτων. Αποζημίωση είναι επίσης η έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή ή του αντασφαλιστή για μια ζημιά.

Ασφάλιση
Ασφάλιση είναι ένα κοινό ταμείο στο οποίο συνεισφέρουν οι πολλοί, για να καλύψουν τους ίδιους από μια τυχαία και μη αναμενόμενη ζημιά ( ή/ και γενικότερα από οποιαδήποτε ζημιά έχει προσυμφωνηθεί)

Ασφάλιση Ποσοστού
Ασφάλιση ποσοστού είναι η ασφάλιση που συμφωνείται από την αρχή, κατά τη σύναψη της σύμβασης, να αντιστοιχεί σε ποσοστό της ασφαλιστικής αξίας του πράγματος.
Εξυπακούεται   πως    σε    περίπτωση   επέλευσης   του    κινδύνου,   η αποζημίωση θα είναι αντίστοιχο ποσοστό στο ύψος της ζημιάς. Είναι δυνατόν  ασφαλιστής να ασφαλίσει π.χ. το 50% της αξίας ενός πράγματος.  Έτσι σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, θα αποζημιώσει το 50% της ζημιάς.  Λειτουργεί, δηλαδή ο αναλογικός κανόνας.
Σε περίπτωση που το 100% της αξίας του πράγματος είναι μικρότερο από το ποσό που προκύπτει, από την αναγωγή του ποσού της ασφαλιζόμενης αξίας στο 100%, τότε η αποζημίωση υπολογίζεται αναλογικά με το ποσοστό ασφάλισης, επί της πραγματικής αξίας του πράγματος.

Ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο
Ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο, είναι η ασφαλιστική πρακτική που καλύπτει μόνο μέχρι ενός ανώτατου ορίου πιθανή ζημιά, παραβλέποντας τη συνολική αξία του ασφαλιζομένου πράγματος, που μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη και  σε  περίπτωση  ζημιάς, δεν ισχύει ο αναλογικός όρος της υπασφάλισης. Σκοπός αυτής της μορφής ασφάλισης, είναι να καλύψει το μέγιστο ποσό ζημίας που μπορεί να προκληθεί και όχι το σύνολο της ασφαλιστικής αξίας.

Ασφαλισμένος
Στις περιπτώσεις ασφαλίσεων ζωής, «Ασφαλισμένος» είναι το πρόσωπο του οποίου η ζωή ασφαλίζεται. Στην έννοια του ασφαλισμένου περιλαμβάνονται και τα προστατευόμενα μέλη τα οποία είναι ο/η σύζυγος και τα ανύπανδρα τέκνα του κυρίως ασφαλισμένου που είναι δυνατόν να ασφαλιστούν σε ορισμένες συμπληρωματικές καλύψεις που προσφέρονται από συγκεκριμένα ασφαλιστικά προϊόντα.
Στις περιπτώσεις γενικών ασφαλίσεων όμως, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «Ασφαλισμένος» εννοούμε το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) του οποίου τα πράγματα (περιουσία) ή τα συμφέροντα ασφαλίζονται.
Και στις δύο περιπτώσεις ασφαλισμένος και λήπτης της ασφάλισης μπορεί να είναι είτε το ίδιο πρόσωπο είτε διαφορετικά πρόσωπα.

Ασφαλιστήριο
Το ασφαλιστήριο είναι ένα ιδιωτικό έγγραφο συμφωνητικό, το οποίο εκδίδεται από τον ασφαλιστή (αλλιώς είναι ανίσχυρο), ως οφείλει, υποχρεωτικά και αποδεικνύει την ασφαλιστική σύμβαση. Το έγγραφο αυτό έχει αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα. Αν δεν υπάρχει ασφαλιστήριο, το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης μπορεί να αποδειχθεί μόνο με όρκο ή με ομολογία.

Ασφαλιστής
Η λέξη «Ασφαλιστής» δηλώνει την Ασφαλιστική Επιχείρηση, η οποία πρέπει να είναι μεγάλης κεφαλαιουχικής βάσης και υψηλής φερεγγυότητας και η οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα στον Δικαιούχο σε περίπτωση που συμβεί ο καλυπτόμενος κίνδυνος.
Βάση του Ν. 400/70, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα και ισχύει σήμερα, υπάρχουν δύο κατηγορίες ασφαλιστικών επιχειρήσεων και είναι :
· Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις Ζημιών, που ασκούν ασφαλίσεις κατά Ζημιών,
· Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις Ζωής, που ασκούν ασφαλίσεις Ζωής.
Ο όρος «Ασφαλιστές», όμως χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για όλους εκείνους τους ανθρώπους που διαμεσολαβούν για να πραγματοποιηθεί η Ασφαλιστική σύμβαση. Δηλαδή τους διαμεσολαβούντες στην πώληση ασφαλιστηρίων αλλά και τους υπόλοιπους εργαζόμενους σε μια Ασφαλιστική Εταιρία.

Ασφαλιστική Αξία
Στην ασφαλιστική σύμβαση, ασφαλιστική αξία ονομάζεται η αντικειμενική, πραγματική αξία, ενός πραγματικού αντικειμένου, μια δεδομένη «στιγμή». Εξ’ ορισμού, η ασφαλιστική αξία αφορά μόνο σε ασφαλίσεις ζημιών πραγμάτων, που υπάρχει η δυνατότητα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας τους σε χρήμα, προς αντικατάσταση.
Σε μια σύμβαση, η ασφαλιστική αξία επιδέχεται αυξομειώσεις σε δεδομένες «στιγμές», λόγω παλαιότητας, υποτίμησης ή διαφοροποίησης.

Ασφαλιστικό Ποσό
Ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφαλαίο, είναι το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή, το οποίο συνομολογείται μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης ή ασφαλιζομένου, αναγράφεται στην ασφαλιστική σύμβαση και επ’ αυτού υπολογίζονται τα ασφάλιστρα.
Ασφαλιστική αξία ή ασφαλιστικό συμφέρον και ασφαλιστικό ποσό, πρέπει να είναι ένα και το αυτό, για να είναι πλήρης η ασφαλιστική κάλυψη.

Ασφαλιστικό Συμφέρον
Ασφαλιστικό συμφέρον είναι η οικονομικής φύσης σχέση προσώπου προς αγαθό. Συχνά, όχι όμως πάντα, η σχέση αυτή είναι νομική σχέση (π.χ. κυριότητα). Μπορεί όμως η σχέση αυτή να μην είναι ευθέως νομική, αλλά να απορρέει από επικαρπία ή άλλο έννομο συμφέρον (π.χ. από χρήση ενοικιαζόμενου καταστήματος). Ασφάλιση συμφερόντων αντιθέτων προς τα χρηστά ήθη ή παράνομη δραστηριότητα όπως π.χ. ασφάλιση ναρκωτικών, προϊόντων λαθρεμπορίας κ.α. είναι άκυρη.

Ασφαλιστικός Κίνδυνος
Ο όρος ασφαλιστικός κίνδυνος χρησιμοποιείται με 3 διαφορετικές έννοιες:
α)Το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή το διαμέρισμα που ασφαλίζουμε, το μηχάνημα, το σκάφος αναψυχής, το άτομο, κ.ό.κ.
β) Η αβεβαιότητα ή την πιθανότητα του ζημιογόνου γεγονότος και των διαστάσεων ζημίας, που μπορεί να προκληθούν.
γ) Το ζημιογόνο γεγονός, έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση.

Ασφαλιστικός Πράκτορας
Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως  αποκλειστικό  έργο την  ανάληψη  με σύμβαση, έναντι  προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης.
Με την πρακτοριακή σύμβαση μπορεί να περιορίζεται το δικαίωμα του ασφαλιστικού πράκτορα να συνάπτει σύμβαση πρακτόρευσης και με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Ασφαλιστικός Σύμβουλος
Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών.  Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη.  Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.

Ασφαλιστικός Υπάλληλος
Υπάλληλος ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή  εταιριών μεσιτείας  ασφαλίσεων  μπορούν να  ασκούν διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλίσεων για λογαριασμό των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται ή άλλων συνδεδεμένων με αυτές, μετά από έγκριση του εργοδότη τους.
Η σχέση του ασφαλιστικού υπαλλήλου με τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων διαμεσολαβεί κατά τα ανωτέρω, είναι σύμβαση έργου και ανεξάρτητη από τη σύμβαση εργασίας.

Γενικοί Όροι: Οι όροι που προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων και για το σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης, το πλαίσιο της ασφάλισης, τις διατάξεις των νόμων από τις οποίες διέπεται η ασφαλιστική σύμβαση, τις διαδικασίες κατάρτισης, ακύρωσης, τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, το πώς ισχύει η ασφάλιση, τις γενικές εξαιρέσεις και τα γεωγραφικά όρια ισχύος του ασφαλιστηρίου, τι πρέπει να γίνει σε περίπτωση επίτασης του κινδύνου ή ζημιάς, τι ισχύει αν υπάρχει ασφάλιση και σε άλλη ασφαλιστική εταιρία ή επέλθει μεταβολή στο πρόσωπο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλιζόμενου, πως ασκούνται οι διαδικασίες διαιτησίας σε περίπτωση διαφωνίας των μερών της σύμβασης, το δίκαιο και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε περιπτώσεις επίδικων διαφορών των μερών της σύμβασης και τυχόν άλλες γενικής ισχύος διατάξεις.

Διαδοχική Ασφάλιση
Στις συμβάσεις ασφαλίσεων ζημιών, υπάρχει το ενδεχόμενο να διαδεχθεί τον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης άλλος ασφαλισμένος ή λήπτης ασφάλισης. Αυτό μπορεί να συμβεί π.χ. λόγω μεταβίβασης του ασφαλισμένου πράγματος, π.χ. πώληση αυτοκινήτου ή πώληση καταστήματος κ.ο.κ. Σε μια τέτοια περίπτωση μέσα στις επόμενες 30 ημέρες το αργότερο, από την ημέρα που θα περιέλθει σε γνώση του η διαδοχή, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση.

Δικαιούχος
Δικαιούχος είναι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν καθοριστεί να εισπράξουν ασφαλισμένα ποσά, σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Αλλαγή δικαιούχου στη διάρκεια ασφάλισης μπορεί να γίνει μετά από γραπτό αίτημα του συμβαλλομένου το οποίο προσυπογράφει και ο ασφαλισμένος. Ο Δικαιούχος μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Δήλωση Ζημιάς: Είναι η έγγραφη γνωστοποίηση του ζημιογόνου γεγονότος με αναλυτική περιγραφή του από τον ασφαλιζόμενο στην Εταιρία, έτσι ώστε η Εταιρία να διακανονίσει τη ζημιά.

Δικαιούχος του ασφαλίσματος: Το πρόσωπο που έχει δικαίωμα να εισπράξει ασφαλιστική αποζημίωση

Δικαίωμα Εναντίωσης: Το δικαίωμα του λήπτη της ασφάλισης να αρνηθεί το ασφαλιστήριο συμβόλαιο σε περίπτωση που (α) αυτό διαφοροποιείται από τις πληροφορίες που περιέχονταν στην Πρόταση ασφάλισης ή (β) δεν του έχουν παραδοθεί τα προβλεπόμενα από το νόμο πληροφοριακά στοιχεία καθώς και οι Γενικοί και Ειδικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου. Το δικαίωμα εναντίωσης πρέπει να ασκηθεί με συστημένη επιστολή και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης από τον λήπτη της ασφάλισης έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης. Υποδείγματα των συστημένων επιστολών (άρθρο 2, παρ. 5 και 6 Ν.2496/97) εμπεριέχονται στο βιβλίο Γενικών και Ειδικών όρων της Εταιρίας.

Δικαίωμα υπαναχώρησης: Το δικαίωμα του λήπτη της ασφάλισης, σε περίπτωση έκδοσης ασφαλιστηρίου συμβολαίου διάρκειας μεγαλύτερης του ενός (1) έτους να υπαναχωρήσει εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν επιθυμεί την ασφάλιση αυτή. Το δικαίωμα υπαναχώρησης πρέπει να ασκηθεί με συστημένη επιστολή και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης από τον λήπτη της ασφάλισης έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης.

Επασφάλιστρο
Επασφάλιστρο είναι το επιπλέον ασφάλιστρο που πληρώνει ο ασφαλισμένος, είτε λόγω επαγγέλματος, είτε λόγω υγείας. Τα επαγγελματικά επασφάλιστρα καθορίζονται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων επαγγελμάτων, ενώ τα επασφάλιστρα υγείας καθορίζονται με βάση τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ασφαλισμένος.

Ειδικοί Όροι: Οι όροι που εξειδικεύουν συγκεκριμένες καλύψεις. Ειδικοί Όροι μπορεί να τροποποιούν Γενικούς Όρους.

Έμμεση ζημιά: Η ζημιά που προκλήθηκε όχι απ’ ευθείας από ζημιογόνο γεγονός αλλά από άλλη αιτία που επακολούθησε μεν αλλά βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με αυτό.

Έντυπο Φιλικής Δήλωσης Τροχαίου Ατυχήματος (Απόφαση 3/5/26.01.2011 της ΤτΕ, Κεφ. IV, Άρθρο 13, παρ. 1&2): Είναι το έγγραφο που περιέχεται στην ασφαλιστική σύμβαση με σκοπό τη διευκόλυνση του ασφαλισμένου στην έγγραφη γνωστοποίηση στην Εταιρία ζημιογόνου γεγονότος. Είναι το ίδιο έντυπο, με βάση τη συμφωνία άμεσου διακανονισμού ζημιών από τροχαίο ατύχημα, που επιτρέπει στους ασφαλισμένους να απευθύνονται και να αποζημιώνονται, σε περίπτωση ατυχήματος και στο ποσοστό που δεν ευθύνονται, από την ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει την αστική τους ευθύνη.

Έντυπο Αίτησης Αποζημίωσης Αρ.6 παρ.6 Π.Δ 237/86 (Απόφαση 3/5/26.01.2011 της ΤτΕ, Κεφ. IV, Άρθρο 13, παρ. 1&2): Το έγγραφο που περιέχεται στην ασφαλιστική σύμβαση με σκοπό τη διευκόλυνση του ασφαλισμένου στην, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της ΤτΕ, έγγραφη υποβολή αίτησης αποζημίωσης.

Ζημιά: Είναι η απρόβλεπτη και οφειλόμενη σε τυχαίο, βίαιο και ανεξάρτητο από τη θέληση του ασφαλιζόμενου, βλάβη, απώλεια ή καταστροφή περιουσιακού στοιχείου.

Λήπτης της Ασφάλισης
Συμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει την ασφάλιση με την εταιρεία. Ο Συμβαλλόμενος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον ασφαλισμένο, αρκεί να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική, επαγγελματική ή άλλη σχέση που να δικαιολογεί το ασφαλιστικό ενδιαφέρον του Συμβαλλομένου για το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Κατοικία εξοχική ή δευτερεύουσα: Είναι η κατοικία στην οποία ο ασφαλιζόμενος δεν κατοικεί μόνιμα αλλά την επισκέπτεται κατά καιρούς και η οποία συνήθως βρίσκεται έξω από αστικά κέντρα ή σε προάστια ή σε εξοχικές τοποθεσίες.

Κατοικία Κύρια: Είναι η κατοικία που δηλώνεται στις Αρχές σαν μόνιμη.

Κτίριο / Οικοδομή: Είναι το κτίσμα(ατα) μαζί με τις εγκαταστάσεις (πόρτες, παράθυρα, επενδύσεις, κεντρική θέρμανση, και λοιπά συναφή στοιχεία) που δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθούν χωρίς να υποβαθμιστεί η αξία τους ή η αξία του κτίσματος.

Λήπτης της Ασφάλισης: Το πρόσωπο το οποίο συμβάλλεται με την ασφαλιστική Εταιρία για την κατάρτιση της συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης και έχει υποχρέωση να εξοφλεί τα ασφάλιστρα. Ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να λειτουργεί για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου.

Μεσίτης Ασφαλίσεων
Μεσίτης ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι προμήθειας που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλισμένους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλιζόμενου ή αντασφαλιζόμενου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου.

Όριο ευθύνης Εταιρίας: Το ποσό μέχρι του οποίου ευθύνεται η Εταιρία να καταβάλει αποζημίωση.

Περιεχόμενο: Είναι τα κινητά αντικείμενα που είναι μέσα στον στεγασμένο χώρο της κατοικίας καθώς και αυτά που, ενώ είναι σταθερά προσαρτημένα στην οικοδομή, αν χρειαστεί μπορούν να αφαιρεθούν και να επανεγκατασταθούν σε άλλη οικοδομή χωρίς να χάσουν την αξία τους (π.χ. συσκευές κλιματισμού, φωτιστικά, εντοιχιζόμενες ηλεκτρικές συσκευές κ.α.). Δεν εμπίπτουν στην έννοια του περιεχομένου και δεν καλύπτονται, μηχανοκίνητα οχήματα, τροχόσπιτα, σκάφη, ρυμουλκούμενα αντικείμενα και οτιδήποτε περιέχεται σε αυτά.

Περίοδος Ασφάλισης: η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας η Ασφαλιστική Εταιρία παρέχει ασφαλιστική κάλυψη στα ασφαλισμένα αντικείμενα.

Πραγματογνώμονας: Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εντολή από την Εταιρία να ερευνά την αιτία ή/και συνθήκες οποιασδήποτε ζημιάς και να προσδιορίζει το ύψος της.

Πρόσθετη Πράξη: Το έντυπο που εκδίδει η Εταιρία με περιεχόμενο που τροποποιεί ασφαλιστήριο που ισχύει.

Πράσινη Κάρτα: Είναι το πιστοποιητικό Διεθνούς Ασφάλισης που εκδίδει η Εταιρία όταν επεκτείνει την κάλυψη αστικής ευθύνης στο εξωτερικό, σύμφωνα με το Ν.489/1976 και τις διατάξεις που κάθε φορά καθορίζει το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης. Το πιστοποιητικό ισχύει για το διάστημα που το ασφαλισμένο όχημα βρίσκεται εκτός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, τουλάχιστον για ένα (1) μήνα ή για ακέραιο πολλαπλάσιο του μήνα, και ποτέ η ισχύς του δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου.

Προσωπικά Δεδομένα: Η Εταιρία τηρεί και επεξεργάζεται αρχείο με προσωπικά δεδομένα των ασφαλισμένων της, με σκοπό την ομαλή λειτουργία και εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης. Αποδέκτες των προσωπικών δεδομένων των ασφαλισμένων είναι δυνατό να είναι τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, δημόσιες αρχές με βάση επιταγές των νόμων ή δικαστικών αποφάσεων, η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών, οι έχοντες δικαιώματα από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, πραγματογνώμονες, γιατροί, δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές κ.ά. Ο λήπτης της ασφάλισης ή/και ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει, κατόπιν γραπτού αιτήματός του και έναντι ποσού που θα καθορίσει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, τα στοιχεία που τον αφορούν προσωπικά ή και να προβάλλει τυχόν εύλογες αντιρρήσεις σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 12 και 13 του νόμου 2472/1997, και πάντως μέσα στα πλαίσια της ασφαλιστικής σύμβασης.

Πρόταση-Αίτηση Ασφάλισης: Ειδικό έντυπο της Εταιρίας, στο οποίο λήπτης της ασφάλισης συμπληρώνει τα απαιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες που ζητούνται. Το έντυπο αυτό αποτελεί τη βάση για την εκτίμηση του προς ασφάλιση κινδύνου και την έκδοση του ασφαλιστηρίου. Σαν πρόταση ασφάλισης νοούνται και τυχόν άλλα έγγραφα που έχουν συμπληρωματικές πληροφορίες ή διευκρινίσεις (επιστολές, καταστάσεις κ.α.).

Συνασφάλιση: είναι η περίπτωση όπου το ασφαλισμένο αντικείμενο την ίδια χρονική στιγμή ασφαλίζεται σε περισσότερους του ενός ασφαλιστές.

Συνασφάλιση – Πολλαπλή Ασφάλιση
Συνασφάλιση είναι, η ασφάλιση ενός ασφαλισμένου πράγματος κατά του ίδιου κινδύνου, σε δύο ή περισσότερους ασφαλιστές. Οι ασφαλίσεις αυτές είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ζημιάς, ή αναλογικά για τον κάθε ασφαλιστή,  μέχρι το ποσό της  σύμβασής του. Ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος,  οφείλουν να γνωστοποιούν σε κάθε ασφαλιστή που συνασφαλίζει, την ύπαρξη και των άλλων ασφαλιστικών συμβάσεων. Ο νόμος προβλέπει ότι στην συνασφάλιση μπορεί να υπάρχει ή και να μην υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των συνασφαλιστών. Σε περίπτωση όμως που παραλείψει ο λήπτης ασφάλισης ή ασφαλιζόμενος να γνωστοποιήσει με δόλο την ύπαρξη συνασφάλισης στους συνασφαλιστές, τότε η ασφάλιση είναι ανίσχυρη.

Συντονιστής Ασφαλιστικών Συμβούλων
Συντονιστής ασφαλιστικών συμβούλων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο για λογαριασμό μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ζωής ή και μιας μόνο ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλίσεων κατά ζημιών, έναντι προμήθειας διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων διαμέσου ομάδας ασφαλιστικών συμβούλων, τους οποίους επιλέγει, εκπαιδεύει και εποπτεύει.

Τρέχουσα εμπορική αξία: Είναι η αξία του ασφαλισμένου οχήματος πριν ακριβώς συμβεί ατύχημα, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση της αξίας λόγω φθοράς και παλαιότητας.

Υπασφάλιση
Υπασφάλιση υπάρχει, όταν το καλυπτόμενο ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφάλαιο είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία του πράγματος. Έτσι, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ισχύει ο αναλογικός όρος. Στην υπασφάλιση, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, η αποζημίωση είναι ανάλογη με τη σχέση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλιστικού ποσού-ασφαλιζόμενου κεφαλαίου.

Υπερασφάλιση
Υπερασφάλιση υπάρχει, όταν το καλυπτόμενο ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία του πράγματος. Αυτό μπορεί να οφείλεται, είτε σε ακούσια υπερτίμηση της ασφαλιστικής αξίας του πράγματος, είτε σε εκούσια δόλια πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης-ασφαλισμένου.  Ανεξάρτητα του αν συμβαίνει το ένα ή το άλλο και τους λόγους στους οποίους οφείλεται, αντίκειται τόσο στην ασφαλιστική αρχή διαχείρισης κινδύνου, όσο και στην υφιστάμενη νομοθεσία.

Φυσιολογική φθορά: Η φθορά/επιδείνωση της κατάστασης αντικειμένων από τη χρήση τους, την παλαιότητά τους ή τις συνθήκες περιβάλλοντος.